- ευθύπορος
- εὐθύπορος, -ον (ΑΜ)1. αυτός που πορεύεται κατευθείαν2. (για ήθος) ομαλός, κόσμιος3. αυτός που έχει ευθύ πέρασμα («εὐθύπορον κέρας», Αριστοτ.)4. (για ξύλο) αυτός που έχει ευθεία διάταξη στις ίνες του.επίρρ...εὐθυπόρως (Μ)κατευθείαν, σε ευθεία γραμμή («βαδίζων εὐθυπόρως καὶ ἀπλανῶς», Νικ. Χων.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ-* + πόρος «πέρασμα»].
Dictionary of Greek. 2013.